«Στενοχωρήθηκα πολύ με αυτό που έγινε, ε» ; «Καλά πώς κάνεις έτσι ; Για αυτόν το λόγο θυμώνεις;» «Δεν είναι αυτή αφορμή για να κλαις».
Δυστυχώς, αυτές οι φράσεις δε διαπερνούν μόνο τη θεραπευτική πόρτα (που εκεί τουλάχιστον υπάρχει χώρος για να τους δώσουμε νόημα) αλλά ολόκληρη τη ζωή μας. Στην πλειονότητά μας, οι άνθρωποι συμπεριφερόμαστε ξεχνώντας πως είμαστε άνθρωποι, δηλαδή έχοντας την απαίτηση από τους εαυτούς μας να ΜΗ νιώθουμε. Τα συναισθήματα , όμως, είναι μέρος του ψυχικού και σωματικού μας κόσμου, κάτι το οποίο δε μπορούμε να αγνοούμε. Αν μπορούσαμε να περιγράψουμε τα συναισθήματα με τη βοήθεια ενός παραλληλισμού, αυτό θα ήταν με τη βοήθεια της αναπνοής. Είναι, δηλαδή, ζωτικής σημασίας και αυθόρμητα, σχεδόν αντανακλαστικά, όπως η ανάγκη μας να ανασαίνουμε.
Υπάρχει η τάση να ετικετοποιούμε τα συναισθήματά μας, σε «καλά» και «κακά» και πολλές φορές καταλήγουμε στο ότι δεν πρέπει να τα αισθανόμαστε. Τα συναισθήματα, όμως, είναι ένας «χάρτης» που μας δίνει πληροφορίες και οδηγίες για τις σκέψεις, τη διάθεσή μας, τις σχέσεις μας με τους άλλους και τη σχέση μας με τον κόσμο γενικότερα. Μας δίνουν πρόσβαση σε ό,τι δεν βλέπουν τα μάτια. Συχνά, λοιπόν, αποτελούν και «πυξίδες» που μας δείχνουν πότε ένα μονοπάτι είναι ασφαλές και πότε όχι.
Τα βασικά συναισθήματα είναι αυτά της χαράς, της λύπης, του θυμού, του φόβου και της έκπληξης. Αυτά, ωστόσο, μπορούν να γίνουν «βοηθοί» και στη βίωση δευτερευόντων συναισθημάτων όπως η λαχτάρα, η οργή, η ανακούφιση, η συμπάθεια, η απόλαυση, ο τρόμος, ο πανικός και πολλά πολλά ακόμη. Ο/η καθένας/μια από εμάς, μέσα από το φακό των προσωπικών εμπειριών, των ιστοριών, τη φάση ζωής στην οποία βρίσκεται, βιώνει πολύ διαφορετικά το κάθε συναίσθημα. Γι’ αυτό και πολλές φορές, σε ένα κοινό βίωμα, η συναισθηματική μας αντίδραση μπορεί να είναι τελείως διαφορετική από κάποιο άλλο άτομο. Γιατί κάθε γεγονός, νοηματοδοτείται πολύ διαφορετικά από άτομο σε άτομο.

Στεκόμαστε, άραγε, μπροστά τους για να καταλάβουμε πώς και νιώθουμε έτσι με αφορμή ένα γεγονός, ένα άτομο, μια σχέση, μια ανάμνηση, ένα βίωμα ;
Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι ΓΙΑΤΙ νιώθουμε κάπως αλλά ΠΩΣ ΚΑΙ νιώθουμε έτσι και ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΟΥΜΕ με αυτό που νιώθουμε. Όσο δε δίνουμε την απαραίτητη προσοχή σε καθετί που αισθανόμαστε, τόσο θα μεγαλώνουμε την πιθανότητα να μεγενθύνουμε την αίσθηση του κάθε συναισθήματος και να το αφήνουμε να μας παρασύρει στη δύνη του.
Επικοινωνία (και προς τον εαυτό και προς τους άλλους) δεν είναι μόνο οι λέξεις. Καθετί είναι επικοινωνία, όπως ακριβώς και τα συναισθήματα. Όλα όμως. Και τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα. Το να προσπαθούμε συνεχώς να μας πείσουμε πως είμαστε καλά, πως τίποτα από αυτά που βιώνουμε δεν είναι άξιο προσοχής είναι σαν προσπαθούμε να μας πείσουμε πως περπατάμε σε μια ηλιόλουστη ακτή και εμείς να αισθανόμαστε ότι βρέχει.
Τα συναισθήματα είναι σαν ένα πάρκο κυκλοφοριακής αγωγής. Μας προσφέρουν έναν πλούτο σημάτων, ικανών να μας εκπαιδεύσουν να γίνουμε ένας πολύ προσεκτικός οδηγός της ζωής μας. Μας μαθαίνουν πότε να ανεβάζουμε ταχύτητα, πότε να ελέγχουμε τα “stop”, πότε μια στροφή είναι απότομη και επικίνδυνη και πότε ομαλή και απαιτεί λιγότερη προσοχή.

